λήθαργος

λήθαργος
Βαθύτατος και συνεχής ύπνος· μεταφορικά, η πλήρης αδράνεια. (Βοτ.) Στάδιο μειωμένης φυσιολογικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται από ορισμένα σπόρια, σπέρματα ή οφθαλμούς φυτών. Πρόκειται για μία κατάσταση παρεμπόδισης της ανάπτυξης από έναν εσωτερικό μηχανισμό ελέγχου, που περιορίζει την πρόσληψη νερού και θρεπτικών ουσιών, την ανταλλαγή αερίων, την κυτταρική διαίρεση και τις υπόλοιπες μεταβολικές διαδικασίες που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη. Ο λ. εξυπηρετεί την επιβίωση του φυτού σε δυσμενείς για την αύξηση συνθήκες· για παράδειγμα, τα ετήσια φυτά περνούν τη δύσκολη περίοδο του χειμώνα με τη μορφή ληθαργικών σπερμάτων, τα οποία φυτρώνουν την άνοιξη, ύστερα από την πρόσληψη υγρασίας. Παρ’ όλα αυτά, διάφορα σπόρια εμφανίζουν μία περίοδο λ. ακόμα και όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξη. Σημαντικό ρόλο για την επαγωγή του λ. παίζει το περιβάλλον και, συγκεκριμένα, η θερμοκρασία, η φωτοπερίοδος και η αφθονία του νερού και των θρεπτικών συστατικών, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο λ. επιβάλλεται από τη μορφολογία του σπέρματος ή από το αναπτυξιακό στάδιο του φυτικού εμβρύου, τη στιγμή της απομάκρυνσης του σπέρματος από το μητρικό φυτό. Ο λ. αυτός μπορεί μερικές φορές να διακοπεί με τεχνητό τρόπο, όπως είναι η διάτρηση του καλύμματος του σπέρματος για να διευκολυνθεί η πρόσληψη του νερού ή η έκθεσή του στο φως. (Ιατρ.) Αίσθημα έλλειψης ενέργειας από τον οργανισμό ως αντίδραση σε φυσική άσκηση, συναισθηματικό στρες ή έλλειψη ύπνου. Ωστόσο, ο λ. μπορεί να αποτελεί μη ειδικό σύμπτωμα μιας ιατρικά σοβαρής φυσιολογικής διαταραχής, όπως είναι η κατάθλιψη, οι ιικές μολύνσεις, διάφορα αυτοάνοσα νοσήματα, χρόνιες αρτηριακές ή παρασιτικές μολύνσεις κ.ά. Βλ. λ. κόπωση.
* * *
(I)
ο (Α λήθαργος)
νάρκη, βύθισμα
νεοελλ.
1. ιατρ. μη φυσιολογικά βαθύς και συνεχής ύπνος, από τον οποίο ο ασθενής αφυπνίζεται δύσκολα και μόνο προσωρινά και ο οποίος παρουσιάζεται σε ορισμένες νόσους που προσβάλλουν το νευρικό σύστημα
2. βοτ. α) ανενεργό στάδιο που εμφανίζουν συχνά τα σπέρματα, τα σπόρια και οι οφθαλμοί τών φυτών και κατά τη διάρκεια τού οποίου αναστέλλονται οι διαδικασίες αύξησης και ανάπτυξης
β) στάδιο μη βλαστητικότητας που εμφανίζεται στα σπέρματα τών περισσότερων φυτών και που είναι γνωστότερο ως λήθαργος τών σπερμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού αρχ. επιθ. λήθαργος*].
————————
(II)
λήθαργος, -ον (Α)
ως επίθ.
1. αυτός που λησμονεί κάτι εύκολα, ταχύς στη λήθη, επιλήσμων
2. (κατά τον Ησύχ.) «λήθαργος
ὁ ἐπίβουλος, καὶ κύων ὁ προσαίνων μέν, λάθρα δὲ δάκνων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ- τού λανθάνω (πρβλ. λήθη) + ἀργός. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. ληθ- τού λανθάνω αναλογικά προς το πόδαργος. Τέλος, η άποψη που ανάγει τον τύπο σε αρχικό αμάρτυρο *λήθ-αλγος «αυτός που πάσχει από λήθη» φαίνεται ελάχιστα πιθανή. Μαρτυρείται και όν. σκύλου Λήθαργος, που ταιριάζει στην ερμηνεία που δίνει ο Ησύχιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λήθαργος — biting secretly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήθαργος — ο βαθύς και συνεχής ύπνος, νάρκη: Νύσταζε τόσο που μόλις ξάπλωσε έπεσε σε λήθαργο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερινοποίηση ή καλοκαιρινός λήθαργος — Είδος νάρκης στην οποία καταφεύγουν το καλοκαίρι πολλοί φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί για να αντιμετωπίσουν την ξηρασία, την απώλεια υγρασίας και τη μειωμένη παρουσία τροφής. Κατά τη διάρκειά της ο ρυθμός αύξησης του οργανισμού μειώνεται αισθητά… …   Dictionary of Greek

  • λήθαργον — λήθαργος biting secretly masc/fem acc sg λήθαργος biting secretly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθάργοις — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθάργου — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθάργους — λήθαργος biting secretly masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθάργων — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθάργῳ — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήθαργε — λήθαργος biting secretly masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”